ΑΥΓΕΝΙΚΗ – ΒΛΑΧΙΑΝΑ
Απόσπασμα από την ΜΕΛΕΤΗ ΣΧΕΔΙΟΥ ΧΩΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΙΣΤΙΚΗΣ
ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΑΝΟΙΧΤΗΣ ΠΟΛΗΣ (ΣΧΟΟΑΠ) ΔΗΜΟΥ ΠΑΛΙΑΝΗΣ
Το Πολιτιστικό και Ιστορικό Περιβάλλον
ΜΑΡΙΝΑ ΒΕΛΕΓΡΑΚΗ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ
Στη διοικητική περιφέρεια του Castel Malvesin ή Castel Malvicino που
περιελάμβανε 34 χωριά ανήκε η Αυγενική, όπως επίσης η Σίβα και τα Κεράσια. Η πρώτη αναφορά της Αυγενικής χρονολογείται στην πρώιμη Ενετοκρατία και συγκεκριμένα το 1391 σε έγγραφο του Δουκικού Αρχείου του Χάνδακα με την ονομασία Evgeniki, αν και είναι πιθανό η θέση να κατοικείται ήδη από τη β΄βυζαντινή περίοδο (12ος – 13ος αι.), καθώς ο ναός της Παναγίας στον οικισμό χρονολογείται σε αυτήν την περίοδο. Το 1577 αναφέρεται στην απογραφή του Francesco Barozzi με το όνομα «Evienichi», λίγο αργότερα, το 1583, αναφέρεται στην απογραφή του P. Castrofilaca με το όνομα «Evienichi» και με 205 κατοίκους, ενώ αργότερα και από τον ιστορικό Andrea Cornaro στον πρώτο τόμο της ογκώδους ιστορίας του (1594-1615) με το όνομα «Euienichi». Είναι χαρακτηριστικό ότι καθ’
όλη τη διάρκεια της Ενετοκρατίας το χωριό αναφέρεται με την ονομασία
«Ευγενική», επίθετο που δίνει και την ετυμολογία του τοπωνύμιου.
Το χωριό αναφέρεται στην τουρκική απογραφή του 1671 με την ονομασία Avyaniki και με 76 υπόχρεους σε φόρο, ενώ υπάρχουν και αρκετές μαρτυρίες σχετικά με την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Αυγενικής κατά τον 17ο αι.
σε νοταριακά έγγραφα του διαμερίσματος του Χάνδακα, όπως π.χ. προικοσύμφωνα.
Αρκετά χρόνια αργότερα κατά την περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας και συγκεκριμένα το 1834 γίνεται η επόμενη απογραφή, όταν στην Αυγενική κατοικούν 35 χριστιανικές οικογένειες και 2 μουσουλμανικές.
Η Αυγενική είναι σήμερα ένα όμορφο χωριό, στο οποίο διατηρείται η ατμόσφαιρα της πολύχρονης ιστορίας του. Πολλά από τα κτίρια χρονολογούνται
στις αρχές του 20ου αι., μερικά ίσως και λίγο παλιότερα. Ένα από αυτά είναι το κτίριο ιδιοκτησίας Μαρίας Καλαϊτζάκη, το οποίο σήμερα χρησιμοποιείται από τον
Πολιτιστικό Σύλλογο και το οποίο έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο από το ΥΠΕΚΑ. Επίσης από το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού έχουν κηρυχθεί ως
ιστορικά διατηρητέα μνημεία μία γέφυρα και μία κρήνη στηθέση “Καμάρα” και μία κρήνη στη θέση “Κάτω Βρύση“ Για την προστασία των συγκεκριμένων μνημείων ορίζεται μάλιστα ζώνη προστασίας 10μ. περιμετρικά
αυτών, καθώς χρειάζονται ειδική κρατική προστασία. Σύμφωνα με την κήρυξη,
αποτελούν ενδιαφέροντα ειδικά κτίσματα στα οποία συνδυάζονται οι αυστηρές
μορφολογικές λύσεις που επιβάλλει μια συγκεκριμένη τεχνολογία με την αισθητική
του λαϊκού τεχνίτη. Επίσης οι κρήνες και η γέφυρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες
με την ιστορία του τόπου και τις μνήμες των κατοίκων της περιοχής”.
Είναι σημαντικό τέλος να αναφερθεί ότι ακόμη και σήμερα σώζονται τμήματα από το
λιθόστρωτο καλντερίμι που περνούσε από το γεφύρι και την κρήνη στη θέση
«Καμάρα» της Αυγενικής. Από την πυκνή όμως βλάστηση και την εγκατάλειψη
σχεδόν παραμένει αόρατο στον επισκέπτη της περιοχής. Είναι όμως πιθανόν μετά
από έρευνα να εντοπιστούν και άλλα τμήματα του και πιθανότατα η πορεία του.
Γύρω από τον οικισμό και ειδικά βόρεια στην περιοχή της «Κάτω Βρύσης»
(οι κάτοικοι ονομάζουν επίσης την περιοχή «Χαλικιάς») και νότια του οικισμού στη
θέση «Καμάρα» η περιοχή είναι γεμάτη με διάσπαρτα επιφανειακά όστρακα,
απομεινάρια προφανώς των παλαιότερων περιόδων κατοίκησης του οικισμού της
Αυγενικής.
Ο ναός της Παναγίας στην Αυγενική, ένα από τα παλιότερα μνημεία στην
επικράτεια του σημερινού δήμου, είναι πιθανό ότι οικοδομήθηκε κατά τη β΄
βυζαντινή περίοδο (12ος – 13ος αι. ) Ο ναός ανήκει στον συνεπτυγμένο
τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με συμπαγή τα γωνιαία διαμερίσματα και
έχει την κάτοψη του ελεύθερου σταυρού, ενώ η στέγη που θα έπρεπε να ακολουθεί
και αυτή το σχήμα του σταυρού είναι καμαρωτή, που σημαίνει ότι η σκεπή
ανακατασκευάστηκε σε μεταγενέστερη περίοδο – πιθανότατα κατά την περίοδο της
Ενετοκρατίας. Εξωτερικά ο ναός δείχνει ότι ανήκει στον τύπο του μονόχωρου,
καθώς είναι επιμήκης με ευθύγραμμους τοίχους και δίρριχτη καμαροσκεπή στέγη.
Οι ντόπιοι σήμερα ονομάζουν την εκκλησία «Παναγία Δρομολάτισσα».
Στην επικράτεια της Αυγενικής ανήκει και ο οικισμός «Βλαχιανά». Βρίσκεται
ΒΔ της Αυγενικής και πιθανότατα χρονολογείται από τα τέλη του 18ου αι., αν και
αναφέρεται για πρώτη φορά το 1832. Το 1881, όπως και το 1900, αναφέρεται μαζί
με τα Κεράσια με χριστιανούς κατοίκους. Το 1894 αναφέρεται ως αγροικία με
τέσσερις χριστιανικές οικογένειες. Η παρουσία πάντως του σημαντικότατου ναού
του Μιχαήλ Αρχαγγέλου που χρονολογείται ήδη στον 15ο αι. υποδηλώνει
πιθανότατα την ύπαρξη και εδώ οικισμού κατά την Ενετοκρατία, το όνομα του
οποίου δεν έχει ταυτιστεί μέχρι σήμερα. Η ύπαρξη πάντως ή όχι οικισμού κατά την
περίοδο της Ενετοκρατίας μένει να διαπιστωθεί με ανασκαφική και παράλληλα
αρχειακή έρευνα.
Ο οικισμός είναι σήμερα εγκαταλελειμμένος και ερειπωμένος .Αν
και δεν έχει αλλοιωθεί από μεταγενέστερα νεότερα κτίρια, παρόλα ταύτα η
εγκατάλειψη είναι έντονη και πολλά από τα κτίρια σώζονται μόνο στα θεμέλια.
Γίνονται όμως προσπάθειες αναστήλωσης με αξιοσημείωτη περίπτωση αυτήν της
Βίλλας Κερασίων και των δύο κτιρίων ιδιοκτησίας Αντωνίου και Σταύρου Βλαχάκη.
Πρόκειται για συγκρότημα κτιρίων διαφόρων χρήσεων, τα οποία έχουν κηρυχθεί
από το ΥΠΕΚΑ παραδοσιακά διατηρητέα μνημεία και σήμερα λειτουργούν
ενοποιημένα ως αγροτουριστικό κατάλυμα ..
Ο σημαντικότατος ναός του Μιχαήλ Αρχαγγέλου στα Βλαχιανά ανήκει
στον τύπο του δίκλιτου καμαρασκέπαστου ναού, με το βόρειο όμως κλίτος να είναι
χαμηλότερο και λιγότερο ευρύχωρο από το νότιο, ενώ ταυτόχρονα και το ανατολικό
του μέρος να είναι χαμηλότερο από το δυτικό .Ο τοιχογραφημένος
εσωτερικός διάκοσμος του ναού, ο οποίος διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση,
χρονολογείται με βάση την επιγραφή που έχει διασωθεί στο 1447. Οι τοιχογραφίες
είναι καλής ποιότητας με πολυπρόσωπες συνθέσεις, όπου τα πρόσωπα
χαρακτηρίζονται από κλασική και φωτεινή ομορφιά. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί
ότι στο συγκεκριμένο μνημείο αναγνωρίζονται τα προδρομικά στάδια της τέχνης της
Κρητικής Σχολής που θα κάνει την εμφάνισή της δυναμικά τον επόμενο 16ο αι.
Μάλιστα, η εικονογράφηση του Δοξαστικού των Χριστουγέννων στην πολύ μεγάλη
σύνθεση του δυτικού τοίχου του ναού είναι μοναδική ανάμεσα στους σύγχρονους
ναούς και επαναλαμβάνεται μόνο από τους Κρητικούς ζωγράφους του 16ου αι. και
στον Άθω . Η πολύ καλή ποιότητα της ζωγραφικής στην εκκλησία του Μιχαήλ
Αρχάγγελου στα Βλαχιανά σχετίζεται ίσως με το επίπεδο παιδείας του χορηγού, που
κατέχει το ναό με jus patronato (υπό πατρωνεία δημοσίου δικαίου), όπως
βεβαιώνει το οικόσημο του φεουδάρχη στο υπέρθυρο της εισόδου
(αν και το όνομα του φεουδάρχη παραμένει δυστυχώς αταύτιστο).
Εξωτερικά η εκκλησία διακοσμείται στη βόρεια πλευρά και πάνω από την
είσοδο με τα λεγόμενα «ρόδια», διακοσμητικά δηλαδή πινάκια, τα οποία
εντοιχίζονται σε σχήμα σταυρού πάνω από πόρτες ή παράθυρα των εκκλησιών της
Ενετοκρατίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ανάγλυφες διακοσμήσεις των πλαισίων
των θυρών και του αγιοθύριδου, οι οποίες είναι επηρεασμένες από τον γοτθικό
ρυθμό που εισάγεται στην αρχιτεκτονική της Κρήτης κατά τη Βενετσιάνικη
περίοδο. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ρυθμού είναι τα λαξευτά οξυκόρυφα τόξα
που τοποθετούνται πάνω από τις θύρες. Στο ημικυκλικό τύμπανο του
ανακουφιστικού τόξου σώζονται τοιχογραφίες, ενώ στο ανώφλι υπάρχει το λαξευτό
στέμμα της βενετικής οικογένειας. Σημειώνεται τέλος ότι ο ναός έχει σήμερα
συντηρηθεί από την 13η ΕΒΑ με τη χρηματοδότηση του δήμου Παλιανής.
Η κρήνη που υπάρχει αμέσως ΒΔ του ναού, το «Καβούσι» σύμφωνα με τους
ντόπιους καταγράφεται επίσης από τον Gerola, ο οποίος την
περιγράφει ως «υδατοδεξαμενή με θολωτή στέγαση και τοξωτό άνοιγμα
διακοσμημένο με διπλό κυμάτιο». Επίσης αναφέρει την ύπαρξη εγχάρακτης
επιγραφής με τη χρονολογία 1447, ίδια δηλαδή με αυτήν της εκκλησίας του Μιχαήλ
Αρχαγγέλου.
Ο Ναός του Τιμίου Σταυρού (Σταυρωμένος) βρίσκεται νότια του οικισμού
των Βλαχιανών και ανάμεσα στην Αυγενική και τα Βλαχιανά .Πιθανότατα
πρόκειται για το ναό μικρής μονής που οικοδομήθηκε στα τελευταία χρόνια της
Ενετοκρατίας, όπως υποδηλώνει το θύρωμα της εισόδου με το γοτθικό τόξο.
Αναφορά γίνεται και από τον Gerola στο μικρό μοναστήρι του Σταυρού ή
Εσταυρωμένου πάνω από το χωριό Αυγενική51. Τα σωζόμενα ερείπια νότια του
ναού πιθανόν ανήκουν στα κτήρια του μοναστηριού (φωτ. 40).
Πηγές
ΦΕΚ αρ. 746/Δ/6.11.2000 και ΦΕΚ αρ.1041/Δ/26.11.2002
Gerola 1993, 200 (υπ. 412), 203 (υπ. 419), 255 (υπ. 479), 273, 280-281 (υπ. 489), 283 (υπ. 493), 300
(υπ. 507), 307 (υπ. 519)· Μυλοποταμιτάκη 1998, 139. Μπορμπουδάκης 1987, 258.
Πατραμάνη 1998, 272.
Η φωτογραφία είναι της Nelly’s του 1939, από το λεύκωμα «Πρόσωπα της Κρήτης» που έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Νήσος».
Πληροφορίες:
– Wikipedia: Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη (23/11/1899 – 17/08/1998)
–