.Ο ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΣ ΤΗΣ ΑΥΓΕΝΙΚΗΣ ΚΑΠΕΤΑΝ ΓΙΩΡΓΗΣ ΣΙΣΙΝΗΣ
Ρομαντικό περήφανο χωριό στο Μαλεβιζη
Αὐγενική που γέννησες τὸν Γιώργη τον Σισίνη.
Μικρὸ καὶ ὄμορφο χωριό, ποὺ εἶναι στὸ λόφο επάνω
ἐγέννησε καὶ ἀνέθρεψε μεγάλο καπετάνιο.
Εἶναι πολλὰ καὶ ἀμέτρητα τὰ κατορθώματά του.
Νὰ τυραννοῦν τοὺς Χριστιανούς δὲν τὸ βαστᾷ ἡ καρδιά του
εἰς τὸ βουνὶ ἐβγήκανε Χαΐνης ἐγυρνούσε
τοὺς Χριστιανούς προστάτευε, τοὺς Τούρκους πολεμούσε
εἶχε κοντά του ἀτρόμητα ὀλίγα παληκάρια.
᾿Απὸ διάφορα χωριά που ήταν σαν λιοντάρια.
Εἰς τὸ χωριό του εἶχε τζαμί καὶ ἀγάδες ἀπὸ τὸ κάστρο
Εβγαίνανε κάθε Παρασκευὴ τὰ κάναν ἄνω κάτω.
Τοῦρκοι ἀγάδες μπέηδες τὴν Παρασκευὴ τὸ βράδι
εἰς τοῦ παπᾶ τὸ σπιτικό γλεντούσαν κάθε βράδι.
(Μετὰ τὸν Ντοά τους στο τζαμί)
Καὶ τοῦ χωριοῦ τις κοπελιές ἐδιάλεγαν καὶ παίρναν.
Ολόγυμνες τὶς ἔβαζαν τὸ βράδι καὶ χορεύαν.
Καὶ οἱ μπέηδες τὶς ἔβλεπαν γυμνές τοὺς τυραννούσαν
ὄργια τοὺς ἐκάνανε καὶ τὶς καταπατοῦσαν.
Γλεντοκοποῦσαν οἱ μπέηδες γελοῦσαν οἱ γενιτσάροι
Θεὸ δὲν ἐλογάριαζαν ἐκεῖνο νὰ τὸ βράδι.
Μιὰ μέρα ἀπὸ τὶς πολλὲς ἔμαθε ὁ Σισίνης τὸ μαντάτο
πὼς τὸ χωριό του τὴν Αὐγενική,
ἔβγαιναν κάθε Παρασκευή
γενήτσαροι ἀπὸ τὸ Μεγάλο Κάστρο
Γλεντοῦσαν με τις κοπελιὲς τοῦ χωριοῦ
τὰ κάναν ἄνω κάτω.
Με κοπελιές Αὐγενικανές που διάλεγαν τις καλές,
τοὺς ἄνδρες ὅλους είχανε απομονώσει
σὲ ἕνα σπίτι μέσα κλειδώσει.
Μιὰ άγρια νύχτα τοῦ Γεννάρη
ποὺ βρέχει αστράφτει καὶ βροντά
κατέβηκε ἀπ’ τὸ βουνό & καπετάν Σισίνης.
Μὲ τὰ παληκάρια του μιά δεκαριά σιγά σιγά,
έμπῆκε στο χωριό του, κανένας δὲν τοὺς πῆρε μυρωδιά.
Γιατί Τούρκοι καὶ Χριστιανοί κοιμώντανε πολύ βαριά.
(Εἶχε τὸ χωριό Τούρκους κατοίκους) .
Ἐπῆγαν κατευθείαν στοῦ παπᾶ τὸ σπίτι ποὺ γλένταγαν οἱ γενήτσαροι τὰ κορίτσια.
Μπροστὰ ἐπῆγεν ὁ Σισίνης σιγά σιγὰ καὶ περπατούνε.
Κ᾿ ἀμέσως τῆς αὐλῆς τὴν πόρτα κτυπούνε.
Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁποῦ χτυπᾶ τί θέλει τέτοιαν ώρα;
ποὺ μᾶς χαλὰ τὸ γλέντι μας θὰ τὰ πληρώσει τώρα.
Ἡ πόρτα μόλις ἄνοιξε ἐμπῆκε ὁ Σισίνης
τὰ παληκάρια καὶ αὐτὸς χαιρετισμό τοὺς δίνει.
Καλή σας ἑσπέρα μπέηδες γιαννήτσαροι καὶ ἀγάδες.
Ἐμάθαμε πως κάθε Παρασκευή γλεντᾶτε με κυράδες.
Περνούσαμε κι ἀκούσαμε τὸ γλέντι τὸ δικό σας,
ἐμεῖς δὲν ἤλθαμε ἐδῶ μπέηδες για κακό σας.
Μα θέλουνε καὶ τὰ παιδιὰ λιγάκι γιὰ νὰ κάτσουν,
πολύ καιρὸ εἰς τὸ βουνὰ θέλουνε νὰ ξεσκάσουν.
Απόψε γλέντι θὰ γενεῖ καὶ ὅποιον πάρει ο χάρος
καὶ πὼς ὁ Σισίνης γλέντησε μαζί με γιαννητσάρους.
Μα ο Σισίνης διάζονταν γρήγορα να τελειώσει
νὰ μὴν τοὺς πάρουν μυρωδια ὡς ποὺ να ξημερώσει
(Γιατί ήταν σταθμός χωροφυλακής «χαρακόλι με Τούρκους ζαπτιέδες) .
Στενοχωρούνται μπέηδες φοβούνται οι γεννητσάροι.
Γιατὶ τοῦ Σισίνη ὁ ἐρχομὸς εἶναι κακό σημάδι.
Μα ο Σισίνης γελαστός καὶ γιὰ νὰ τοὺς μερώσει
λέει τὸ γλέντι νὰ μὴν χαλαστεῖ ὡςπου να ξημερώσει.
Μὴν μᾶς παρεξηγήσετε μπέηδες γεννητσάροι.
Μα θέλω να χορέψουμε όλοι μαζί ὁμάδι.
Έμπῆκε πρώτος στο χορό και το λυράρη λέει
παίξε τη λύρα σου καλά παίξε την παντέρμη
Γιατί ὁ Θεὸς καμιά φορά ανάποδα τα φέρνει.
Παίξε τη λύρα σου καλὰ καὶ πές μια μαντινάδα
κι ύστερα θα αρχίξωμε όλοι μὲ τὴν ἀράδα.
Και ο λυράρης άρχισε τη λύρα νὰ κουρντίζει
μὰ ἡ φωνή του έτρεμε τὴν μαντινάδα αρχίζει.
(Ο λυράρης ἦταν ἕνας Τούρκος στραβὸς ἀπὸ τὸ Ένα μάτι) .
(Αρχίζει ο λυράρης την μαντινάδα)
Τὰ πράγματα ἀλλάξανε καὶ οἱ φίλοι διγνωμήσαν
καὶ τὰ ἀστεράκια τοῦ οὐρανοῦ ἀνάποδα γυρίσαν.
(Ήταν πολὺ ἀλληγορικὴ καὶ εἰδοποιούσε τοὺς μπέηδες νὰ ἔχουν τὸ νοῦ τους).
Ὅταν ὁ Σισίνης θὰ ἔλεγε και ταὐτὸς τὴν συνθηματικιά του μαντινάδα θα αποχωρούσαν).
Είχαν συμφωνήσει νὰ πιάσουν στὸ χορό ἀνάμεσα
σὲ δυὸ Χριστιανοὺς ἕνας Τούρκος ἀγάς.
Σηκώνονται ὅλοι στο χορό Χριστιανοί καὶ Τούρκοι.
Πιάνει μπροστὰ ὁ Σισίνης χαρούμενος
καὶ γελαστός τὴν μαντινάδα αρχίζει:
«Χόρευε και ξεφάντωνε Αντώνη Μακατούνη
καὶ τὸ ἀποξημέρωμα θα βγοῦμε στο κουδούνι».
(Το κουδούνι εἶναι τὸ βουνὸ πάνω ἀπὸ τὶς Ασίτες τὸ χωριὸ στο γέρο – Πρίνο).
(Ο Μακατούνης Αντώνης ήτο υπαρχηγός του ἀπὸ τὸ χωριό Κρουσώνα Μαλεβιζίου καὶ ὁ ὁποῖος ἅμα εὕρισκε καλό κρασι καὶ φαγοπότι δὲν τὸ κουνούσε εύκολα και κόντευε να μεθύσει. γι’ αὐτὸ ἐσυντόμευσε ὁ Σισίνης. Καὶ εἶπε τὴν προειδοποιητική μαντινάδα που ήταν καὶ τὸ σύνθημα τῆς ἀποχωρήσεως που είχαν συνεννοηθεί) .
Σὰν ἀετὸς πετάχτηκε εἰς τὴν αὐλὴ πιὸ πέρα
καὶ ἔσυρε ἀξοπίσω του όλους όπου χορεύαν.
Οἱ Τοῦρκοι ήταν ξέγνοιαστοι καὶ οἱ Χριστιανοὶ κατέχαν
βρεθήκαν ὅλοι στὴν αὐλὴ ὅλοι ὁποῦ χορεύαν.
Ντίνη μανή σας μπέηδες γιαννίτσαροι σέρνει τὸ γιαταγάνι
ὅποιος μιλήσει ἀπὸ σᾶς τὴν κεφαλή του χάνει.
Παίρνουν τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὸ χωριό μαζί και τὸν λυράρη
δεμένους τοὺς λαλούσανε σαν κότες στο κοπάδι.
Οι κοπελιές ποὺ ἐχόρευαν τραβήχτηκαν πιο πέρα
γιατί κατάλαβαν τί θὰ γενεῖ καὶ πήρανε ἀέρα.
᾿Αμέσως ἀρχινήξανε καὶ κάναν τὸν Σταυρόν τους.
Ποὺ ὁ Σισίνης τοὺς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὸν ἐξευτελισμό τους.
“Ο Παναγιά Παρθένα μας καὶ ἀσημωτὸ καντήλι
θα φέρουμε στη Χάρη Σου βοήθα τὸ Σισίνη.
Παίρνουνε τους γιαννήτσαρους μαζὶ καὶ τὸν λυράρη.
Από το χωριό ἐφύγανε καὶ στὸ βουνό τους πάει.
Εἰς τις Ασίτες πάνω στὸ βουνὰ τοὺς ἔκανε τὸ μεζάρι (τάφο)
τους τοὺς ἔσφαξε ὅλους σὰν τὰ ἀρνιὰ μαζὶ καὶ τὸν λυράρη.
Μετὰ ποὺ αἰχμαλώτισε καὶ ἔσφαξε τοὺς ἀγάδες
Οἱ Τοῦρκοι δεν πολυερχότανε νὰ κάνουνε Ντοάδες (στο τζαμί τῆς Αὐγενικής)
Καὶ τὴν πηγαίναν μερικοὶ πάντοτε μὲ διασύνη
ἐφεύγανε ἀπὸ ἐνωρὶς νὰ μὴν σμίξουν τὸν Σισίνη.
Επέρασε πολύς καιρός και οι Τούρκοι φοβηθηκαν.
Δὲν πείραζαν τοὺς Χριστιανούς μονάχους σαν τοὺς βρίσκαν
Τρομοκρατήθηκαν πολὺ καὶ φεύγαν με βιασύνη.
Νὰ μὴν τὸν φέρει ἡ τύχη τους νὰ σμίξουν τὸν Σισίνη.
Αὐτὸς ἦταν ὁ Σταυραετός τῆς Αὐγενικής
ὁ καπετάν Γιώργης Σισίνης.
Ποὺ νὰ βρεθὴ ἀκριμάτιστος ὅταν ὁ Θεὸς τὸν κρίνει….
10.10.1925
ΚΑΛΑΙΤΖΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ ( από το βιβλίο του ΤΟ μονοπάτι της Ζωής¨» )