Πέρασε σχεδόν μια δεκαετία χωρίς να έχω πατήσει το πόδι μου στον τρύγο λόγω φόρτου εργασίας, που είχα πάντα τον Αύγουστο και για να λέμε και την αλήθεια επειδή προσπαθούσα πάντοτε να βρίσκω φθηνές δικαιολογίες για να τον αποφύγω. Φέτος, λοιπόν, αποφάσισα να πάω έστω και για δυο μέρες, απ’ τη μια για να βοηθήσω λίγο τον πατέρα μου, καθώς όλα τα προηγούμενα χρόνια παραπονιόταν ότι δεν τον βοηθούσαμε και απ’ την άλλη για να θυμηθώ βρε παιδάκι μου τι σημαίνει τρύγος…
Ξυπνήσαμε πρωί πρωί, βάλαμε τα ρούχα της δουλειάς και ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Όλα όμως ήταν διαφορετικά… στο mazdaκι δεν υπήρχαν ούτε ξυλογαϊδάρες, ούτε καζάνα, ούτε καζανάκια, ούτε σταυροί. Δεν υπήρχε η μυρωδιά της ποτάσας ή του σουλταφίνο. Δεν υπήρχε γράδος για να μετρήσουμε την αλουσά. Μόνο οι ολοκαίνουριες μαύρες κλούβες που είχαμε προμηθευτεί απ’ το συνεταιρισμό.
Φτάσαμε στα Κούσκουρα, είπαμε στο “όνομά σου Θε μου” και βάλαμε μπροστά. Πρέπει να ομολογήσω ότι ήταν πάρα πολύ εύκολη διαδικασία. Απλά τρυγούσαμε και το μόνο μας μέλημα ήταν να φτάσουμε γρήγορα στο οινοποιείο και να μην περιμένουμε ώρα στην ουρά για να παραδώσουμε. Ούτε να σε πονάνε οι ώμοι σου απ’ το κουβάλημα όλη μέρα, ούτε τίποτα. Ακόμα και οι συζητήσεις είχαν διαφορετικό χαρακτήρα. Το μόνο που άκουγες ήταν για το αν θα πέσει το πλαφόν φέτος, για να μπορέσουμε να καλυφθούμε χωρίς να απλώσουμε άλλα σταφύλια. Επίσης, για το πόσο παίρνει το οινοποιείο τα σταφύλια, πόσο οι χονδρέμποροι, πότε πληρώνει ο ένας και πότε ο άλλος. Τίποτα στην ατμόσφαιρα δεν μου θύμιζε τον τρυγητό των παιδικών μου χρόνων, αυτόν που ήταν ο εφιάλτης μου καθώς μεγάλωνα και ο λόγος συχνών τσακωμών με τον πατέρα μου. Όλα είχαν μια πιο ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα.
Οι σκέψεις μου έτρεξαν λίγα χρόνια πίσω… στον Αύγουστο των παιδικών μου χρόνων…. Σχεδόν πάντοτε τρυγούσαμε μαζί με το θείο μου τον Αντώνη. Η αποθέωση ήταν κάθε φορά που πηγαίναμε στα Γκαβαλιανά. Για εμάς τα παιδιά ήταν το τραπεζάκι του παππού. Ένα πέτρινο τραπεζάκι που είχε σκαλίσει ο παππούς μου ο Μαργαριτσανογιώργης πιο γνωστός ως .. (δεν τολμώ να το πω γιατί θα θυμώσει η γιαγιά μου)! Γύρω απ’ αυτό το τραπεζάκι είχαν διαδραματιστεί απίθανες καταστάσεις κινηματογραφικής τρέλας. Ενώ οι δικοί μας τρυγούσαν, εμείς, τα μικρά, χωριζόμασταν πάντα σε ομάδες. Ο αδελφός μου πάντα με την εξαδέλφη μου την Εύη και εγώ με τον ξάδελφό μου τον Γιώργη. Μικροί εναντίον μεγάλων… η ταινία είχε πάντα την ίδια κατάληξη… τρώγαμε το ξύλο της ζωής μας, αλλά δεν το βάζαμε και κάτω!
Η στέρνα, ο κατσαμπλιάς, οι μέλισσες, οι καρυδιές, κάθε τι σε αυτόν τον τόπο έχει να μου θυμίσει γλυκές στιγμές της ζωής μου. Όπως είμαι σίγουρος ότι αντίστοιχες στιγμές έχει να θυμηθεί ο καθένας από εσάς και είναι ακριβώς αυτές οι στιγμές που μας δένουν με αυτόν τον τόπο που λέγεται Αυγενική. Είναι οι κοινές μνήμες μας που μας συνδέουν, γι’ αυτό αγαπάμε την Αυγενική μας.
Είχα διαβάσει κάποτε ότι οι μνήμες είναι τα φτερά των αγγέλων. Αυτές οι μνήμες είναι τα φτερά που μας οδηγούν στο δικό μας παράδεισο, την Αυγενική!!
Υ.Γ. Προς θεού δεν υπονοώ ότι η ζωή των αγροτών έχει γίνει εύκολη. Αντιθέτως πρέπει το κράτος να τους αγκαλιάσει και να ακολουθήσει μια τέτοια κοινή αγροτική πολιτική με σκοπό τη σύγκλιση του βιοτικού τους επιπέδου με τους υπόλοιπους ευρωπαίους