ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ

επιλογή Ιστορίας

το Βάσανο του καλοκαιριού. Από τον Σπύρο Κοσμαδάκη

και την Διμηνιαία Περιοδική  Έκδοση εφημερίδας του Πολιτιστικού Συλλόγου Νέων Αυγενικής 

τεύχος 24 ΟΚΤ 2006

το Βάσανο του καλοκαιριού. Από τον Σπύρο Κοσμαδάκη

και την Διμηνιαία Περιοδική  Έκδοση εφημερίδας του Πολιτιστικού Συλλόγου Νέων Αυγενικής 

τεύχος 24 ΟΚΤ 2006

-1970 . Ετών 10 .

-Κατέβα από κάτω στην αποθήκη να βρεις κάμποσα τσουβάλια φιριγάκια. Κατέχεις, αυτά με την κόκκινη ρίγα τα μεγάλα, γιατί θα πάμε αύριο στ’ αμύγδαλα. Είπε ο Πατέρας μου.

-Ω Παναγία μου ιντά παθα!

Στα μύγδαλα; Στο τσίτσιρο τση κάψας και ίντα θα γενώ πάλι οφέτος. Και απόκειας έχει φυτεμένες πολλές και συνεχίζει να φυτεύει, να κεντρίζει, μια ζωή πρέπει πως θα μαζώνω αμύγδαλα, εσκεφτόμουνα.!

-Γιάε πρωί πρωί να μη μασε φάει η κάψα, γροικάς;

-Ωχ, καλά.

Ευτυχώς το πρωί πρωί δεν ήτανε σαν τσι πέντε η ώρα που ξυπνώ εδά!!

-Μπρε συ, εσηκώθηκε ο άλλος;

Ίσαμε να ’κουσω τα ζάλα ντου στην ταράτσα ήμουν σηκωμένος να μη με βρει στο κρεβάτι.

-Πιε πράμα σάμε να σάσω τα οζά και ξύπνησε και το μικιό ναρθεί κι αυτό (ο μεγάλος βέβαια την πλήρωνε πάντα και ο μικιός από μένα, ευτυχώς).

-Την τέμπλα να μην ξεχάσωμε και άνε βρούμε από τη Καρδιά δυο καλάμια γερά να τα κόψομε.

-Άντε, ακόμα, λύσε τσ’ αίγες και ξολάλιε τσι να μην αργήσομε.

Καλά κακά φτάνομε στον Παλιόμυλο. Μνήσθητι μου Κύριε πώς πληθαίνουνε και μεγαλώνουνε οι μυγδαλιές σε τούτονε τον τόπο. Πληθώρα μου φανήκανε και φορτωμένες.

-Σάμε να βγάλω το μουλάρι στη Χαλέπα κάμε μια βοσκαρά των αιγώ και ύστερα δέσε τσοι στον ποταμό στο απλατανάκι, ήκουσες;

-Καλά.

-Μιχάλη ξάνοιξε να δεις ανε πήραμε βούργια να φάμε πράμα ή κοντό να σκολάσομε θέλει το μεσημέρι;

-Επήραμε μόνο ναι σου

Μάνι μάνι εκατέβηκε από τη Χαλέπα ο πατέρας μου και ήφερε το χαμπέρι. Οι μυγδαλιές τα απού εφύτεψε στη Χαλέπα ήτανε φορτωμένες!

Μεγάλο βάσανο που λέτε τα μύγδαλα, όχι μόνο στο μάζεμα μόνο εθέλανε και ξεφλούδισμα και όι πράμα άλλο μόνο εκειονά εγινότανε το βράδυ, όταν τα άλλα κοπέλια επαίζανε τρυποντενεκέ και αντίς στη μια αοπίσω ! και δεν εμπόρουνα να πάω.

Ευτυχώς που ερχότανε η συγχωρεμένη η θεία μου η Καντίκο και εβοήθα καλά.

Ο Θεός να τη συγχωρέσει. Βέβαια δεν είχαμε αιγίνης, φουντούκια, πατατάκια, γαριδάκια και τα τρώγαμε τα μύγδαλα με τσοι σταφίδες, ω τα παντέξερα νόστιμα.

Απίς εξεραθήκανε και αρχίσανε να τα ‘γοράζομε όλα, ξανοίγω εδά να ξανακεντρίσω καμιά δυο (όχι παραπάνω) να σπάμε κανένα αθάλι, να τρώμε

-Γροικάς Στειακογιώργη; Τα κέντρια να βρεις