αθιβολές

ο γυφτος γανωτζής

Από τον Μάριο Πρεβελιανάκη.

Κυριακή  απομεσήμερο   στο καφενείο του γέρο  ΧελιδονοΜύρο. Ζέστη . Οι θαμώνες κάθονται μέσα  νωχελικοί  ξύνοντας ίσως τις πληγές τους.

Την ηρεμία σπάει ο Γύφτος με την ιδιόρρυθμη λίγο τσιριχτή  διαπεραστική φωνή του.

Οοο γανωτζήηηηηηης .- γανώνω τσικάλες  τηγάνες   κουτάλες και κουτάλια  , πιρούνες και πιρούνια

-. Ετούτονε μπρε γανώνεις το ; -και του δείχνει ο Βελεντομιχάλης  τον βενζινοκίνητο πυρόβολο του .(αναπτήρα )

Όλα  τα γανώνω σε λέω καλέ. Παίρνει τον αναπτήρα από τη χέρα του Βελεντομιχάλη και τον πετάει μέσα στο γανωτήριο με το ζεστό καλάι. – Εκρήγνυται  τότε ο αναπτήρας με την βενζίνη  και κάποιο κομμάτι καλάι  πετιέται και κολλάει κάπου γύρω από το μάτι του γύφτου.

       -. Αχου  αχου με στράβωσες καημένε , αχου ,  τι θα γίνω  τώρα εγώ, …στραβός θα φύγω από δω

               Πανέξυπνος ο καφετζής κραδαίνοντας τον δίσκο του.Βάλτε κάτι τις ρε παιδιά   να κάνουμε έναν έρανο  για τον καημένο τον γανωτζή

Τι  είπε το  κύριο  ;  τι είπε  ρε παιδιά ; έρανο ,  ναι  ναι ,  

λέει ο γύφτος  βγάζοντας το χέρι από το μάτι και δείχνοντας υγιέστατος, το ενδιαφέρον του  για τον έρανο!!


Το τσούρλι 

από τον Νίκο Μ, Σταυρουλάκη ( παστικονικολή )

Τσουρλι επαίζαμε όλα τα κοπέλια του χωριού και είχαμε σασμένες  κάτι μπαγιονέτες από χοντρό σύρμα  και γυρισμένες στη κάτω μπάντα μαστορικά  να αγκαλιάζει το τσούρλι  και από τσι τρείς μπαντες, με χερούλι ξύλινο ή λαστιχένιο ! Ένα κομμάτι λάστιχο τση βρύσης εβάζαμε να μη μασε κόβει στη χέρα , άλλοι πάλι εβάνανε ένα κομμάτι ξύλο από συκιά ή μουρνιά  απου ήτονε κούφιο. Αγλακούσαμε λοιπόν όλο το χωριό πάνω- κάτω με χίλια  ταχύτητα . Να δείτε κάτι στροφές κλειστές να τσι παίρνομε με κλίση 45 μοίρες  σάματι πως ήτονε μπρε κοπέλια αγωνιστικός ματοσακός.

Είχα και ‘γω σασμένη μια μπαγιονέτα μα δεν είχα τσούρλι  και έτρωγα τον κόσμο να βρω ένα, μα το ‘θελα μεγαλωπό . Εκατέβηκα στο αχίρι μπας και δω πράμα να μου κάνει ,μα … τιποτα!!!.  Ανέβηκα τα δε ύστερα στο πόρτεγο και είδα το κρασοβάρελο του πατέρα μου 200αρι πρέπει να τόνε και επέσανε τα μάθια μου στα τσέρκια. Ετουτανέ μάλιστα.

Ετουτανε  είναι ότι πρέπει. Να βγάλω θέλει τα δυο ακριμιά σιγά- σιγά  με το σκεπάρνι, μα δε θα το πάρει χαμπάρι ο κύρης μου. Εντάκαρα και ακαταχτύπουνα το τσέρκι μα αυτό το παντέρμο ήτονε καλά  μπασμένο μέσα στο ξύλο από  το πρήξιμο του βαρελιού.

Γροικά ο πατέρας μου τσι χτύπους και κατεβαίνει και μου ‘χει δωσμένο  βρε παιδιά ένα κατακεφαλίδι  και μου δίνει και άλλο ένα  το κρασοβάρελο  και εθώρουνα, όι αστέρια μονο φεγγάρια και ήλιους μαζί. Τάξε πως είχα πιωμένο όλο το 200αρι. .

Μην τα πολυλογώ  με την μπαγιονέτα επόμεινα στη χέρα και τη ζάλη στη κεφαλή.